- αντιληπτικός
- -ή, -ό (AM ἀντιληπτικός, -ή, -ό)αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να συλλαμβάνει εύκολα κάτι με τον νου ή τις αισθήσειςμσν.εκείνος που μπορεί να παρέχει βοήθειααρχ.1. (για φυτά) αυτό που μπορεί να πιαστεί από κάπου, να αναρριχηθεί2. ο εντυπωσιακός3. ο ικανός να ελέγξει κάτι4. όποιος διακρίνεται από αυτοκυριαρχία.
Dictionary of Greek. 2013.